θαλλοφόρος

θαλλοφόρος
θαλλο-φόρος, ον,
A carrying young olive-shoots, as the old men did at the Panathenaea, Ar.V.544 (lyr.), X.Smp.4.17; as a name of Heracles, IG 14.904.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαλλοφόρος — carrying young olive shoots masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θαλλοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει ή κρατάει βλαστούς. 2. αυτός που στην πομπή των Παναθηναίων κρατούσε κλαδί ελιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλλοφόρον — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc sg θαλλοφόρος carrying young olive shoots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόροι — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόρους — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφορώ — θαλλοφορῶ, έω (Α) [θαλλοφόρος] κρατώ θαλλό ελιάς σε πομπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”